- καυστόν
- καυστόςburntmasc acc sgκαυστόςburntneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Holocausto (sacrificio) — Para otros usos de este término, véase Holocausto (desambiguación). Un holocausto (del griego ὁλόκαυστον holókauston, de ὁλον ‘completamente’ y καυστον ‘quemado’) es, en el ámbito religioso, el sacrificio de animales, cuyo cuerpo es completamente … Wikipedia Español
καυστικός — ή, ό (ΑΜ καυστικός, ή, όν, Α και καυτικός, ή, όν) [καυστός] 1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να καίει, υπερβολικά θερμός, καυτερός («τὸ καυστὸν οὐ καίεται... ἄνευ τοῡ καυστικοῡ», Αριστοτ.) 2. αυτός που η επαφή του με ένα μέρος τού… … Dictionary of Greek